- παραθυρεοειδεκτομή
- ηιατρ.η αφαίρεση τών παραθυρεοειδών αδένων, συνήθως τής μιας πλευράς, σε περίπτωση όγκου τους ή ορισμένων διαταραχών τού μεταβολισμού τού ασβεστίου, ὅπως εἶναι η ινοκυστική οστέωση τού Ρέκλινγκχαουζεν.
Dictionary of Greek. 2013.